Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερ...

Κορνήλιος Καστοριάδης


Ο ΑΒΙΩΤΟΣ ΒΙΟΣ

«Μάνα κουράγιο»

«Χρονικό του Τριακονταετούς (1618-1648) πολέμου» ονομάζει ο Μπρέχτ τη «Μάνα κουράγιο» (Mutter Courage und ihre Kinder, 1938-9). Φυσικά, ο Μπρέχτ δεν κάνει «Ιστορία». Εμπνευσμένη απ’ τα αφηγήματα του Γερμανού ποιητή του 17ου αιώνα Grimmelshausen, (που ο ήρωας του, ο Simplizissimus, έχει μείνει «κλασσικός» στη γερμανική λογοτεχνία), η «Μάνα» είναι η τραγωδία των ανθρώπων εν πολέμω. Η εποχή και το κλίμα, όπου γράφτηκε, αποτελούν (μαζί με τα βασικά θεατρικά και κοινωνικά «πιστεύω» του Μπρέχτ) το κλειδί για την ερμηνεία της.

Τότε, στα 1938, ο Μπρέχτ βρισκόταν εξόριστος στις Σκανδιναβικές χώρες. Εδώ και πέντε χρόνια, απ’ το 1933, περνούσε από τόπο σε τόπο - ίδια όπως η «Μάνα» σέρνει, από χώρα σε χώρα το καρότσι με τις πραμάτειες της και τη φαμίλια της. Σ’ αυτή τη γυναίκα, σ’ αυτή την ιστορία, σ’ αυτό το καρότσι, ο Μπρέχτ είδε το σύμβολο της εξορίας του - και της Εξορίας... Κ’ η εξορία αυτή γινόταν ακόμα τραχύτερη τώρα, επειδή βαριά σύννεφα μαζεύονταν πάνω απ’ την πατρίδα του κι απ’ την Ευρώπη ολόκληρη. Ο χιτλερισμός, που ο Μπρέχτ είχε αγωνιστεί να τον αποτρέψει, βασίλευε με διάτορες κραυγές στη Γερμανία. Και, το φοβερότερο, ο πόλεμος - που ο Μπρέχτ, μαζί με όλη την ανθρωπότητα είχε δοκιμάσει το σιδερένιο πέλμα του - πρόβαινε πάλι αναπότρεπτος στον ορίζοντα. Κι ο συγγραφέας - ο εξόριστος, ο κυνηγημένος, ο άστεγος - γράφει τη «Μάνα» : ένα έργο για τον πόλεμο, ένα έργο απ’ τον πόλεμο, ένα έργο ενάντια στον πόλεμο...

Αλλά η «Μάνα» δεν είναι μια κοινή αντιπολεμική προπαγάνδα. Δεν είναι ένα δράμα με αντιπολεμική «θέση» όπου προβάλλονται μηχανικά οι καταστροφές του πολέμου και οι συμφορές των απλών ανθρώπων απ’ τον πόλεμο. Ο Μπρέχτ προχωρεί πολύ πιο βαθιά: εικονίζει το ρόλο που παίζουν οι «απλοί άνθρωποι» στον πόλεμο. Ενεργητικά και παθητικά... Δεν τους παρουσιάζει μόνο σαν «θύματα» του πολέμου. Είναι «δράστες» του κι αυτοί. Ακούσιοι, βέβαια, αλλά δράστες μια φορά... Δεν είναι ολότελα «αθώοι». Έχουν κι αυτοί την «ενοχή» τους. Μόνο που, σ’ αυτήν, τους σπρώχνει η αναπότρεπτη Α ν ά γ κ η :

Οι απλοί, «μικροί» άνθρωποι βρίσκονται, χωρίς να τους ρωτήσει κανένας, μπερδεμένοι στα γρανάζια του Πολέμου. Βλέπουν τους «μεγάλους» να υποκινούν και να οργανώνουν τον πόλεμο, να κερδίζουν απ’ αυτόν - και καταλαβαίνουν πως, μια και δε μπορούν να ξεφύγουν απ’ την τανάλια του, πρέπει κι αυτοί να κερδίσουν κάτι απ’ τον πόλεμο, ειδεμή θ’ αφανιστούν. Και κάνουν τη «μεγάλη συνθηκολόγηση», τον υποχρεωτικό συμβιβασμό, που τραγουδά η ηρωίδα: πασχίζουν να μεταμορφώσουν το Θάνατο σε κέρδος. Γίνονται κι αυτοί έμποροι του πολέμου. Ώ, μικροί έμποροι, με φτωχά κέρδη, με τιποτένιο «αλισβερίσι» - μα είναι η μόνη λύση που τους μένει. «Ο πόλεμος - φτάνουν να παραδεχτούν - τρέφει καλύτερα τους ανθρώπους... ο πόλεμος γίνεται για το καλό του εμπορίου».

Έτσι και για την Άννα Φίρλινγκ, τη «Μάνα», την καντινιέρα, που γυρίζει με το καρότσι της όλα τα στρατόπεδα και πουλάει την πραμάτεια της σ’ όλους τους στρατούς: ο πόλεμος είναι το ψωμί της. Αφού δε μπορεί να τον αποφύγει, του γυρεύει να την ταΐσει. «Αν πρέπει να περπατήσουμε στο θάνατο - λέει - θέλουμε, τουλάχιστο, καλά παπούτσια»... Και φτάνει να σημαίνει η ίδια το προσκλητήριο της σφαγής:
«Η άνοιξη έρχεται, σηκωθείτε Χριστιανοί!
Το χιόνι λιώνει πάνω απ’ τους πεθαμένους.
Και καθετί, που σέρνεται ακόμα στα πόδια του,
ξαναρχίζει τον πόλεμο, πάνω στους μεγάλους δρόμους».

Όπως η καλή Σέν-Τέ στον «Καλόν Άνθρωπο του Σέτσουαν» συμβιβάζεται με την Κακία, όπως ο σοφός Γαλιλαίος στο ομώνυμο δράμα συμβιβάζεται με τον τυφλό δογματισμό, όπως ο απλός Γκάλυ Γκαίη στο «Ο άντρας είναι άντρας» συμβιβάζεται με τη Βία - έτσι κ’ η Άννα Φίρλινγκ συμβιβάζεται με τον Πόλεμο και το Θάνατο. Είναι η Συνθηκολόγηση των ανθρώπων με τις ζοφερές Δυνάμεις, για να μπορέσουν να σταθούν, έστω και παραπατώντας στη ζωή...

Αλλά οι συνθηκολογήσεις έχουν βαρύ τίμημα. Όποιος κερδίζει απ’ τον Πόλεμο, πρέπει να του πληρώσει και το φόρο του. Ακόμα κ’ οι πιο μικροί, οι πιο «κακοί έμποροι». Προπάντων αυτοί. Κ’ η Άννα Φίρλινγκ θα πληρώσει. Θ’ αγοράσει το ταπεινό κέρδος, με το ακριβότερο νόμισμα: τη ζωή των παιδιών της. Όσο θα κρατάει αυτό το «δούναι και λαβείν» της με τον Πόλεμο, αυτός «ο διάλογος της με το Θάνατο», τα παιδιά της θα χαθούν ένα - ένα και θα την αφήσουν μόνη, παντέρμη, να σέρνει το άδειο καρότσι της στ’ ατέλειωτα πεδία της ατέλειωτης σφαγής... Σπρωγμένη απ’ την ανάγκη της ζωής, προσπάθησε να ζήσει από το Θάνατο, ώσπου ο θάνατος της αφαιρεί το μόνο φως της ζωής της: τη Μητρότητα...

Κ’ η βουβή καρτεριά της, η υποταγή της σ’ αυτή τη θανάσιμη Μοίρα, είναι πιο άγρια, πιο ανατριχιαστική, πιο «επαναστατική» διαμαρτυρία για τη φρίκη και την αφροσύνη του πολέμου, από μυριάδες αντιπολεμικές κραυγές και «σημαίες».

Κατάμονη στους γυμνούς δρόμους, δεν της μένει άλλη συντροφιά, άλλη παρηγοριά απ’ το τραγούδι της:

«Στην ήττα ή στη νίκη,
όλοι βγαίνουμε χαμένοι.
Ντυμένοι κουρέλια, τρώγοντας ακαθαρσίες,
λέμε σφίγγοντας τα δόντια:
Ένα θαύμα
πρέπει να γίνει, ας μείνουμε στις γραμμές μας!»

Μάριος Πλωρίτης, Πρόσωπα του νεώτερου δράματος
Γαλαξίας - Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ (σελ. 88-92).



0 comments so far.



copy is right...